- επακουός
- ἐπακουός, -όν (Α) [ακούω]1. (με γεν.) προσεκτικός, προσηλωμένος ακροατής («ἀγορῆς ἐπακουόν ἐόντα», Ησίοδ.)2. επήκοος*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπακουός — attentive to masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επάκουος — η, ο δημδ. τ. αντί υπάκουος* … Dictionary of Greek
ἐπακουόν — ἐπακουός attentive to masc/fem acc sg ἐπακουός attentive to neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπακουούς — ἐπακουός attentive to masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)